Ιστορική αναδρομή της ανακάλυψης των βιταμινών
Εώς περίπου το 1840, επικρατούσε η γνώμη ότι ο άνθρωπος και τα ζώα μπορούσαν να τρέφονται μόνο με λεύκωμα (πρωτεΐνες), λίπος, υδατάνθρακες, ανόργανα άλατα και νερό. Το σιτηρέσιο εξεταζόταν τότε κυρίως από απόψεως θερμίδων. Η γενικώς αποδεκτή γνώμη που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια εξαιτίας των κλασσικών εργασιών των Γερμανών φυσιολόγων C.v.Voit και M.Rubner, ήταν ότι η φυσιολογία της θρέψεως είχε ερευνηθεί πλήρως.
Ήδη το 1881 ο N.Lunin, ερευνώντας στο εργαστήριο του Bunge στην Βασιλεία της Ελβετίας, την σημασία των ανόργανων αλάτων στην θρέψη του οργανισμού, είχε διαπιστώσει ότι δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσει κάποιος για την διατροφή μυών (ποντικών) χημικώς καθαρές θρεπτικές ουσίες, δηλαδή λευκώματα, λιπαρά, και υδατάνθρακες. Σαφώς, γράφει στις παρατηρήσεις του ο N.Lumin, το γάλα περιέχει εκτός των γνωστών συστατικών του και μικρά ποσοστά αγνώστων ουσιών, απαραίτητων όμως για την κανονική-ομαλή θρέψη του οργανισμού.
Η αλήθεια αυτή αναγνωρίσθηκε κατόπιν των ερευνών του Άγγλου F.G.Hopkins, τα πειράματα του οποίου ήταν απολύτως πειστικά. Ο ερευνητής αυτός εξέτρεφε 2 ομάδες επίμυων (αρουραίους) με χημικώς καθαρές θρεπτικές ουσίες (λεύκωμα κτλ) και παρατήρησε ότι επαρκεί η προσθήκη 3ml γάλατος ημερησίως για την κανονική αύξηση του βάρους του σώματος της μία ομάδας σε αντίθεση με την άλλη ομάδα η οποία δεν ελάμβανε τα 3ml γάλατος και ο ρυθμός ανάπτυξης του σώματος ήταν εξαιρετικά μειωμένος εώς μηδαμινός. Τα 3ml γάλατος περιέχουν περίπου 80mg στερεών ουσιών, εκ των οποίων το μέγιστο μέρος αποτελείται από λεύκωμα, λίπος και γαλακτοσάκχαρο, δηλαδή ουσίες οι οποίες εδίδοντο και στις δύο ομάδες στην καθαρή τους μορφή. Λογικά οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι στο γάλα που έδινε στην μία ομάδα θα έπρεπε να περιέχεται κάποια άγνωστη εώς τότε ουσία, η κατανάλωση της οποίας έδινε την αύξηση βάρους και ανάπτυξη στην ομάδα επίμυων που κατανάλωνε τα 3ml γάλατος. Σήμερα γνωρίζουμε πλέον ότι η άγνωστη τότε για τον Hopkins ουσία είναι η βιταμίνη Α.
Τα πειράματα του F.G.Hopkins, δημοσιεύθηκαν το 1912 και έγιναν αμέσως αφετηρία πολλών ερευνών, κατά την διάρκεια των οποίων αποδείχθηκε ότι τα διάφορα τρόφιμα περιέχουν σε μικρές ποσότητες ουσίες, άνευ των οποίων η διατήρηση της υγείας είναι αδύνατη!
Ο Γερμανός W.Stepp προσπάθησε να θρέψει ποντικούς με μείγμα άρτου και γάλακτος, το οποίο είχε υποβληθεί προηγουμένως σε εκχύλιση με οινόπνευμα και αιθέρα. Αποδείχθηκε ότι με αυτή την μέθοδο ήταν αδύνατη η φυσιολογική θρέψη των πειραματόζωων. Τα πειράματά του δημοσιεύθηκαν κατά τα έτη 1909-1913 και δεν έτυχαν μεγάλης προσοχής.
Τα εργαστηριακά ευρήματα των N.Lunin, F.G.Hopkins, W.Stepp και άλλων απέκτησαν μεγάλη σημασία, όταν αναγνωρίσθηκε ότι σχετίζονται με την προφύλαξη και θεραπεία νόσων του ανθρώπου. Το σκορβούτο, εκείνη την εποχή, ήταν η κατ’ εξοχήν νόσος των ναυτικών. O Vasco de Gama (1498) κατά την διάρκεια του ταξιδιού του στο ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος, είχε πλήρωμα 160 ανδρών, από τους οποίους οι 100 πέθαναν από σκορβούτο. Το 1780 στον Αγγλικό στόλο της Μάγχης σημειώθηκαν 2.400 περιπτώσεις σκορβούτου, αν και ο Αυστριακός στρατιωτικός ιατρός Kramer στο βιβλίο του ”Medicina castrensis” είχε συστήσει ήδη κατά το 1720 για την θεραπεία της νόσου αυτής τα πράσινα λαχανικά, πορτοκάλια και λεμόνια! Την ίδια θεραπεία συνιστά και ο Άγγλος Lind το 1757.
Παρόλ’ αυτά, το Αγγλικό ναυτικό μόλις το 1795 διέταξε να προστεθεί στο σιτηρέσιο των ναυτικών χυμός λεμονιού. Το αποτέλεσμα ήταν να εξαφανισθεί εντός δύο ετών το σκορβούτο από το Αγγλικό Ναυτικό!
Η νέα θεραπεία δεν έτυχε γενικής αναγνώρισης από την Ιατρική της εποχής. Μάλιστα στην συνταγολογία των L.Waldenburg και E.Simon η οποία εκδόθηκε το 1877 στο Βερολίνο, συνιστάται προς τους ιατρούς της εποχής για την θεραπεία του σκορβούτου λιθάνθρακας, ζυθοζύμη, φύλλα κόκκας, μείγμα υδροχλωρικού και νιτρικού οξέως κτλ. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι και εκείνη την εποχή, θεραπευτικές μέθοδοι στηριζόμενοι μόνο σε κλινικές παρατηρήσεις, δύσκολα υιοθετούνται από τους ιατρούς! Τα πράγματα είναι διαφορετικά σχετικά με την αποδοχή, αν στις κλινικές παρατηρήσεις προστεθεί και η διαπίστευση από εργαστηριακά πειράματα.
Στην περίπτωση του σκορβούτου, η πρόοδος οφείλεται στις έρευνες των Νορβηγών A.Holst και T.Frolich. Οι ερευνητές αυτοί κατόρθωσαν (1907) να προκαλέσουν με συγκεκριμένη δίαιτα πειραματικό σκορβούτο σε ινδικά χοιρίδια και να μελετήσουν ποιες τροφές θεραπεύουν την νόσο αυτή.
Πολύ προ των ερευνών αυτών, ο Ολλανδός C.Eijkman, ιατρός των φυλακών της Γιάβας, παρατήρησε (1897) ότι οι όρνιθες πάσχουν από παραλύσεις όταν διατρέφονται με αποφλοιωμένο ρύζι, δηλαδή χωρίς πίτουρο. Τα συμπτώματα αυτής της ασθένειας, της πολυνευρίτιδος των ορνίθων (Polyneuritis Gallinarum), έμοιαζαν με τα συμπτώματα της γνωστής τότε ασθένειας των ανθρώπων με το όνομα beri-beri. Ο Eijkman στην αρχή πίστεψε ότι τροφές, όπως το ρύζι, πλούσιες σε υδατάνθρακες, σχηματίζουν κατά την διέλευσή τους από τον πεπτικό σωλήνα ουσίες που δρούσαν ως δηλητήρια για το νευρικό σύστημα, και ότι τα πίτουρα περιέχουν άλλες ουσίες που δρούσαν ανταγωνιστικά προς τις νευροτοξικές. Την ορθή εξήγηση των πειραμάτων του Eijkman έδωσε (1901) άλλος Ολλανδός ερευνητής, ο G.Grijns, ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι η πολυνευρίτις των ορνίθων ή το beri-beri των ανθρώπων οφείλεται στην έλλειψη από την τροφή ορισμένων ουσιών!
Ασθένειες όπως το σκορβούτο και το beri-beri, οι οποίες οφείλονται σε στέρηση ορισμένων ουσιών απαραίτητων για την φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού, τι ονομάζουμε στερητικές νόσους (Mangelkranheiten ή Deficiency diseases). Τις ουσίες αυτές, τις οποίες είναι απαραίτητο να συμπληρώνουν την διατροφή ώστε να μην εκδηλώνονται οι στερητικές νόσοι, τις ονόμασε ο Πολωνός C.Funk βιταμίνες. Από τότε, αντί του όρου στερητική νόσος χρησιμοποιείται ο όρος αβιταμίνωση.
Ο όρος βιταμίνη είναι εσφαλμένος, διότι καθώς πλέον έχουμε ανακαλύψει από αναλύσεις των ουσιών αυτών, δεν πρόκειται περί αμινών όπως νόμιζε εσφαλμένα ο C.Funk. Μερικές μάλιστα των βιταμινών, πχ οι βιταμίνες Α, C και D στερούνται αζώτου. Παρ’ όλα ‘υτα, ο όρος βιταμίνη επικράτησε και δεν είναι πλέον δυνατόν να τον αντικαταστήσουμε με άλλον όρο.
ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ
Γενικά:
Οι βιταμίνες είναι απαραίτητες για την φυσιολογική αύξηση/ανάπτυξη του σώματος και για τις βασικές λειτουργίες του οργανισμού. Οι βιταμίνες Α, D και της ομάδας Β είναι ιδιαίτερα απαραίτητες για την προαγωγή της αύξησης/ανάπτυξης του σώματος.
Οι βιταμίνες είτε περιέχονται στην τροφή και προσλαμβάνονται με αυτή ή συντίθενται (ορισμένες βιταμίνες) στον πεπτικό σωλήνα από μικροοργανισμούς του περιεχομένου του, ενώ σε ορισμένα είδη ζώων και υπό ορισμένες συνθήκες ορισμένες βιταμίνες μπορεί να συντεθούν και στους ιστούς τους.
Οι ποσοτικές ανάγκες σε βιταμίνες εξαρτώνται από το είδος του ζώου, την ηλικία, τη φυσιολογική κατάσταση κλπ. Όταν οι ανάγκες σε βιταμίνες εκφράζονται ανά ζώο/ημερησίως, οι ανάγκες σε όλες τις βιταμίνες αυξάνονται με την ηλικία. Αν όμως οι ανάγκες εκφράζονται ανά μονάδα τροφής, αυτές είναι μεγαλύτερες σε όλα τα είδη των ζώων κατά το πρώτο στάδιο της ανάπτυξής τους και βαθμιαία μειώνονται καθώς το ζώο πλησιάζει το στάδιο ενηλικίωσης. Οι μικρότερες ανάγκες σε βιταμίνες ανά μονάδα τροφής είναι για την διατήρηση του οργανισμού. Οι ανάγκες για βιταμίνες αυξάνονται απότομα κατά την περίοδο κυοφορίας.
Η σύνθεση επίσης του σιτηρεσίου επηρεάζει σημαντικά τις ποσοτικές ανάγκες του οργανισμού σε ορισμένες βιταμίνες. Όταν αυξάνεται για παράδειγμα, η περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε υδατάνθρακες, αυξάνονται οι ανάγκες του οργανισμού σε θειαμίνη (B Complex). Επίσης, η ποσότητα του ασβεστίου και του φωσφόρου της τροφής επηρεάζει τις ανάγκες του οργανισμού σε βιταμίνη D. Οι ανάγκες του οργανισμού σε βιταμίνη Ε, επηρεάζονται από την περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε λίπη, κλπ.
Επίσης, υπάρχουν και αλληλεπιδράσεις ορισμένων βιταμινών μεταξύ τους ή και με άλλα συστατικά της τροφής. Για παράδειγμα οι ανάγκες νεαρών, αναπτυσσόμενων ζώων σε χολίνη είναι μεγαλύτερες, όταν η περιεκτικότητα της τροφής σε βιταμίνη Β12 και φολικό οξύ είναι οριακή (οι δύο αυτές βιταμίνες συμμετέχουν στη σύνθεση μεθυλικών ομάδων, που είναι απαραίτητες για την σύνθεση χολίνης). Επίσης, η περιεκτικότητα της τροφής σε μεθειονίνη επηρεάζει τις ανάγκες του οργανισμού σε χολίνη.
Τέλος, οι ανάγκες (ποσοτικές) των ζώων σε βιταμίνες εξαρτώνται και από γενετικούς παράγοντες, στρεσικούς παράγοντες και ποικίλους νοσογόνους παράγοντες. Ασθενή ζώα μπορεί να έχουν μεγαλύτερες ανάγκες σε βιταμίνες. Επίσης, σε ζώα που πάσχουν από νοσήματα του εντερικού σωλήνα, η απορρόφηση των βιταμινών είναι μειωμένη οπότε απαιτείται η ανάλογη ποσοτική προσαρμογή, δηλαδή χορήγηση επιπλέον ποσότητας βιταμινών για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού και την κάλυψη των φυσιολογικών αναγκών του ζώου.
Ακόμα και αν υπάρχει επάρκεια αμινοξέων για την σύνθεση πρωτεϊνών, μεταλλικών στοιχείων για την ανάπτυξη του σκελετού, υδατανθράκων και λιπιδίων για τις ενεργειακές ανάγκες του οργανισμού, η παρουσία βιταμινών, σε επαρκείς ποσότητες, είναι απαραίτητη για να πραγματοποιηθεί η φυσιολογική ανάπτυξη/αύξηση του σώματος. Για τις περισσότερες βιταμίνες, οι διαιτητικές ανάγκες ανά μονάδα τροφής είναι μεγαλύτερες για την αύξηση/ανάπτυξη του σώματος παρά για την διατήρηση του οργανισμού. Σε περίπτωση δε ανεπάρκειας βιταμινών, η επιβράδυνση της αύξησης του σώματος που προκαλείται, δεν αφορά εξίσου όλα τα όργανα.
Εκτός από την γενική επίδραση στην αύξηση/ανάπτυξη του σώματος, οι ανεπάρκειες βιταμινών μπορεί να προκαλέσουν και ειδικές νοσολογικές καταστάσεις. Οι καταστάσεις αυτές είναι χαρακτηριστικές για κάθε βιταμίνη, δεδομένου ότι μία βιταμίνη παίζει ουσιαστικότερο ρόλο σε έναν ιστό ή σε κάποιο όργανο ή σε κάποια λειτουργία σε σύγκριση με άλλα όργανα ή λειτουργίες.
Βιταμίνη Α:
Πηγή βιταμίνης Α για τα ζώα είναι μόνο οι ιστοί άλλων ζώων (κρατάλευρα, εντομάλευρα, κλπ) ή προϊόντα ζωικής προέλευσης, όπως αυγά, τυροκομικά-γαλακτοκομικά, βούτηρα κτλ. Στις φυτικές όμως τροφές απαντούν πρόδρομες ουσίες της βιταμίνης Α (τα καροτένια), που μεταβολίζονται σε βιταμίνη Α στον οργανισμό των ζώων (κυρίως στον βλεννογόνο του λεπτού εντέρου). Σε ορισμένα είδη ζώων,όπως στα βοοειδή, καροτένια αποθηκεύονται στο ήπαρ και σε άλλα όργανα (δεν συμβαίνει σε όλα τα ζώα). Το ήπαρ αποτελεί το κύριο όργανο αποθήκευσης και βιταμίνης Α στον οργανισμό.
Η βιταμίνη Α σταθεροποιεί την κυτταρική μεμβράνη, αλλά και οργανίδια του κυτταροπλάσματος, συμμετέχει στον μεταβολισμό των υδατανθράκων (πιθανών μέσω της σύνθεσης ορμονών) και των λιπιδίων, κλπ. Σε περίπτωση έλλειψης βιταμίνης Α, η αύξηση/ανάπτυξη του σώματος επιβραδύνεται, μειώνεται η αντοχή σε νοσογόνους παράγοντες κλπ.
Συνοπτικά, μπορούμε να αναφέρουμε ότι η βιταμίνη Α εμπλέκεται:
- στην ομαλή λειτουργία της όρασης (ημεραλωπία ή νυκταλωπία)
- στην φυσιολογική λειτουργία των οφθαλμών (ξηροφθαλμία)
- στην φυσιολογική ανάπτυξη του εμβρύου
- στην φυσιολογική λειτουργία των βλεννογόνων της μύτης, της τραχείας, του λάρυγγα, των βρόγχων, του κόλπου κτλ
- στην διατήρηση της υγείας των επιθυλίων
- στην αποτροπή σχηματισμού λίθων της κύστεως, των ουρητήρων, της πυέλου των νεφρών
Βιταμίνη D:
Προσλαμβάνεται σε μικρές ποσότητες με την τροφή και παράγεται στο δέρμα από προδρομες ουσίες με την επίδραση υπεριωδών ακτίνων του ηλιακού φωτός.
Για την αξιοποίηση της βιταμίνης D από τον οργανισμό, μεταξύ άλλων, είναι σημαντική η καλή κατάσταση του βλεννογόνου του εντερικού σωλήνα καθώς και η κατάσταση των νεφρών.
Η αβιταμίνωση D προκαλεί επιβράδυνση της αύξησης/ανάπτυξης του σώματος, ραχιτισμό στα νεαρά ζώα, οστεομαλάκυνση στα ενήλικα ζώα κλπ.
Βιταμίνη Κ:
Η βιταμίνη Κ χαρακτηρίζεται ως ”Αντιαιμορραγική βιταμίνη ή βιταμίνη της πήξης του αίματος.
Η βιταμίνη Κ είναι απαραίτητη στο ζωικό οργανισμό για την σύνθεση της προθρομβίνης, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στον μηχανισμό της πήξης του αίματος. Επίσης, συμμετέχει στον σχηματισμό της οργανικής ύλης των οστών κατά την διαδικασία της οστεοποίησης.
Διάφορες μυκητοτοξίνες π.χ αφλατοξίνες, οι σουλφοναμίδες, ο θειικός χαλκός και ορισμένες άλλες φαρμακευτικές ουσίες που ενδεχόμενα χορηγούνται στα ζώα και ιδιαίτερα στα πτηνά, για προληπτικούς ή θεραπευτικούς λόγους έχουν αντιβιταμινική Κ δράση.
Βιταμίνη Ε:
Η βιταμίνη Ε, γνωστή και ως βιταμίνη της γονιμότητας ή αντιστειρωτική βιταμίνη, αποτελεί μία σημαντικότατη λιποδιαλυτή βιταμίνη, με πληθώρα ευεργετικών δράσεων στον οργανισμό.
Σχετίζεται άμεσα με την αναπαραγωγική λειτουργία και ικανότητα θηλαστικών και πτηνών, ενώ παράλληλα συμμετέχει στην δόμηση του ανοσοποιητικού συστήματος και στην παραγωγή αντισωμάτων.
Στα φυτοφάγα ζώα (μηρυκαστικά, κουνέλια) το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα ανεπαρκούς λήψης βιταμίνης Ε είναι η υπό το όνομα μυϊκή δυστροφία γνωστή μυοπάθεια, η οποία εκδηλώνεται αρχικά από αδέξιο και ακανόνιστο βάδισμα, και μπορεί εάν η έλλειψη βιταμίνης συνεχισθεί για παρατεταμένο χρονικό διάστημα να οδηγήσει στην πλήρη παράλυση των πίσω άκρων. Τα ζώα αυτά προσβάλλονται συνήθως κατά την πρώτη εβδομάδα της ζωής τους. Εάν προσβληθεί ο καρδιακός μυς παρατηρούνται θάνατοι από συγκοπή.
Σε νεοσσούς πτηνών η υποβιταμίνωση Ε, προκαλεί συνήθως την γνωστή με το όνομα εγκεφαλομαλακία, η οποία προσβάλει τα πτηνά κατά τις πρώτες 6 εβδομάδες της ζωής τους και χαρακτηρίζεται από συστροφή του κεφαλιού, οπισθοβασία ή πλαγιοβασία. Σε περίπτωση που το σιτηρέσιο είναι πλούσιο σε λίπη, η υποβιταμίνωση Ε προκαλεί την λεγόμενη εξιδρωματική διάθεση, κατά την οποία αρχικά παρατηρούνται υποδόριες αιμορραγίες και στην συνέχεια παράγεται υποπράσινο εξίδρωμα από τα επιφανειακά αγγεία. Χαρακτηριστικά ευρήματα είναι ο σχηματισμός οιδημάτων στην πρόσθια μοίρα του σώματος (στήθος, πτέρυγες, τράχηλος).
Βιταμίνη C:
Η βιταμίνη C είναι η l-μορφή του ασκορβικού οξέως. Η βιταμίνη C παίζει ενεργό ρόλο στην κυτταρική αναπνοή και στην σύνθεση των επινεφριδικών ορμονών. Επίσης στον σχηματισμό κολλαγόνου οστών, δέρματος, κρέατος και κελύφους αυγών, καθώς και στον μεταβολισμό άλλων βιταμινών (Β1 και Ε), αμινοξέων κλπ. Επίσης, συμβάλλει στη διέγερση της αιματοποίησης και ευνοεί την πηκτικότητα του αίματος, καθώς και την επούλωση κακώσεων των ιστών.
Ανεπάρκεια βιταμίνης C μπορεί να εμφανίζεται στο ινδικό χοιρίδιο, τον πίθηκο και τον άνθρωπο. Τα παραγωγικά ζώα, με εξαίρεση ορισμένα ψάρια (πέστροφα, σολομός, χέλι κ.α) είναι σε θέση να συνθέτουν βιταμίνη C μέσα στους ιστούς τους. Ωστόσο, σε περιόδους καταπόνησης (stress) από λοιμώξεις, επίδραση ψύχους ή ζέστης κ.α, οι απαιτήσεις των ζώων σε βιταμίνη C είναι, κατά κανόνα, πολύ μεγαλύτερες από εκείνες τις ποσότητες της εν λόγω βιταμίνης που μπορεί να προέρχονται από τη σύνθεσή της στο ζωικό οργανισμό.
Βιταμίνες της ομάδας Β:
Οι βιταμίνες της ομάδας Β δρουν ως συνένζυμα και επομένως επηρεάζουν ποικίλες βιοχημικές αντιδράσεις.
Η βιταμίνη Β1 (θειαμίνη) επηρεάζει, κυρίως, το μεταβολισμό των υδατανθράκων και σε μικρότερο βαθμό το μεταβολισμό των λιπιδίων και των αμινοξέων.
Η βιταμίνη Β2 (ριβοφλαβίνη), επηρεάζει κυρίως τον μεταβολισμό των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των λιπών.
Η βιταμίνη Β3 (νιασίνη) επηρεάζει, κυρίως, το μεταβολισμό των λιπιδίων, υδατανθράκων και αμινοξέων.
Η βιταμίνη Β5 (παντοθενικό οξύ) επηρεάζει τον μεταβολισμό των υδατανθράκων και των λιπιδίων.
Η βιταμίνη Β6 (πυριδοξίνη) επηρεάζει, κυρίως, το μεταβολισμό των πρωτεϊνών (και των αμινοξέων).
Η βιταμίνη Β12 (κυανοκοβαλαμίνη) επηρεάζει, κυρίως, το μεταβολισμό των πρωτεϊνών, των λιπών και των νουκλεϊνικών οξέων. Είναι απαραίτητη κυρίως για τον σχηματισμό των ερυθροκυττάρων, την σωματική αύξηση και την επιτέλεση ποικίλων μεταβολικών εξεργασιών.
Η βιταμίνη Bc (φολικό οξύ, φυλλικό οξύ) είναι απαραίτητη για την σύνθεση νουκλεϊνικών οξέων και επομένως νουκλεοπρωτεϊνών, οι οποίες συμμετέχουν στον πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Παίρνει μέρος μαζί με την βιταμίνη Β12 και την βιταμίνη C στο σχηματισμό των ερυθροκυττάρων (ιδίως της αιμοσφαιρίνης) και προάγει τον σχηματισμό αντισωμάτων.
Η βιταμίνη Η (βιοτίνη) επηρεάζει την σύνθεση λιπαρών οξέων και τον μεταβολισμό των υδατανθράκων και των πρωτεϊνών. Στα ωμά αυγά, περιέχεται μία γλυκοπρωτεϊνη, η αβιδίνη, η οποία δεσμέυει την βιοτίνη και εμποδίζει την απορρόφησή της.
Η βιταμίνη PP (νικοτινικό οξύ, νικοτιναμίδιο) αποτελεί συστατικό δύο συνεζύμων πρωταρχικής σημασίας για το μεταβολισμό μέσα στο ζωικό οργανισμό. Αυτά τα ένζυμα είναι σπουδαίας σημασίας, γιατί καταλύουν μεταβολικές αντιδράσεις που παρέχουν στον οργανισμό ενέργεια. Επίσης είναι απαραίτητα για την κανονική λειτουργία του δέρματος και των οργάνων της πέψης.
Χολίνη:
Βιταμίνη J ή βιταμίνη Β4.
Η χολίνη, σε αντίθεση με τις τις βιταμίνες της ομάδας Β, δεν δρα μέσω ενζύμων ως βιοκαταλύτης, αλλά χρησιμοποιείται μέσα στο ζωικό οργανισμό, κυρίως, για τη σύνθεση ακετυλοχολίνης (μεταβιβαστής των νευρικών ώσεων) και των φωσφολιπιδίων (λεκιθίνη, σφυγγομυελίνη κ.α), καθώς και για την προσφορά μεθυλικών ομάδων (-CH3) κατά τις μεταβολικές αντιδράσεις της τρανσμεθυλίωσης. Επίσης, η χολίνη παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό των λιπιδίων μέσα στο ήπαρ, αποτρέποντας τη συσσώρευσή τους σε αυτό το όργανο.
Οι περισσότερες συνήθεις ζωοτροφές ζωικής και φυτικής προέλευσης περιέχουν χολίνη, αλλά οι πιο πλούσιες πηγές της είναι οι πρωτεϊνούχες ζωοτροφές ζωικής προέλευσης (ιχθυάλευρα, κρεατάλευρα, κ.α), οι ζύμες και ορισμένοι πλακούντες ελαιουργίας.
Δυσμενής παράγοντας για την in vivo διαθεσιμότητα της χολίνης είναι όχι μόνο η ανεπάρκεια του αμινοξέος μεθειονίνη, αλλά και η ύπαρξη, παράλληλα ελεύθερων λιπαρών οξέων σε αρκετή ποσότητα.
Η ανεπάρκεια χολίνης είναι δυνατόν να παρατηρείται, στην πράξη, στα πτηνά αλλά και στον σκύλο. Η ανεπάρκεια αυτή, θεωρείται σχεδόν βέβαιο, από ορισμένους συγγραφείς ότι έχει συνέργεια στην εκκόλαψη νεοσσών, που έχουν τα οπίσθια άκρα τους σε διάσταση (splaylegs) και αδυνατούν να σταθούν όρθια. Στα πτηνά, επιπλέον, συνεργεί μαζί με την ανεπάρκεια σε μαγγάνιο στην εμφάνιση της κλασσικής πήρωσης (διόγκωση της κνημομεταταρσικής άρθρωσης με ολίσθηση και μετατόπιση του αχίλλειου τένοντα εκτός της τροχιλίας, με αποτέλεσμα το άκρο να στρέφεται προς τα έξω).
Στο σκύλο, η ανεπάρκεια σε χολίνη συνεπάγεται λιπαρή εκφύλιση και κίρρωση του ήπατος.
ΑΝΟΡΓΑΝΕΣ ΟΥΣΙΕΣ
(μακροστοιχεία, μικροστοιχεία ή ιχνοστοιχεία)
Γενικά:
Τα ανόργανα στοιχεία επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την αύξηση/ανάπτυξη του σώματος, συμμετέχουν στην στερεότητα των οστών και των οδόντων, συμμετέχουν στη σύνθεση ορισμένων πρωτεϊνών και λιπιδίων, ρυθμίζουν την οσμωτική πίεση και την οξεοβασική ισορροπία, αποτελούν μέρος ενζυμικών συστημάτων που ελέγχουν μεταβολικές αντιδράσεις του οργανισμού, κλπ. Ορισμένα στοιχεία χρησιμοποιούνται από τον οργανισμό σε μεγάλες ποσότητες, όπως το ασβέστιο για παράδειγμα για τον σχηματισμό και την αύξηση του σκελετού (εκτός των άλλων). Το κοβάλτιο αντίθετα, παίζει κυρίως ρυθμιστικό ρόλο, μέσω της βιταμίνης Β12, ωστόσο η επίδρασή του στην αύξηση του σώματος είναι εξίσου σημαντική με την επίδραση του ασβεστίου.
Η αλληλεπίδραση των διαφόρων ανόργανων στοιχείων στον οργανισμό είναι πολλαπλή και πολύπλοκη (ενώ διαρκώς διαπιστώνονται και νέες πτυχές αυτής της αλληλεπίδρασης), γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην πράξη.
Τελείως απαραίτητα για τον οργανισμό είναι, εκτός βέβαια από τα στοιχεία οξυγόνο, άνθρακας, υδρογόνο και άζωτο, και τα μακροστοιχεία ασβέστιο, χλώριο, κάλιο, νάτριο, μαγνήσιο και θείο.
Ως απαραίτητα ιχνοστοιχεία για την αύξηση/ανάπτυξη του σώματος και την λειτουργία του οργανισμού θεωρούνται το σελήνιο, το κοβάλτιο, ο χαλκός, το χρώμιο, το φθόριο, το ιώδιο, ο σίδηρος, ο ψευδάργυρος, το μαγγάνιο, το βανάδιο, το πυρίτιο, το μολυβδαίνιο, το νικέλιο, το αρσενικό και ο κασσίτερος, αλλά και τα στοιχεία βόριο και μόλυβδος.
Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τις ανάγκες του οργανισμού σε μεταλλικά, κυρίως, στοιχεία, είναι οι εξής:
- η ποσότητα της τροφής που προσλαμβάνεται ανά μονάδα σωματικού βάρους
- ο ρυθμός αύξησης του σώματος
- το είδος και η φυλή του ζώου
- η θερμοκρασία του περιβάλλοντος (η απώλεια νατρίου-και κατά συνέπεια και χλωρίου-είναι αυξημένη σε ζώα που χρησιμοποιούν την ”ψύξη εξάτμισης” για την αποβολή θερμότητας σε θερμό περιβάλλον, επομένως και οι ανάγκες του στα στοιχεία αυτά είναι αυξημένες
- το είδος της τροφής (βαθμός πεπτικότητας)
- η μορφή του στοιχείου με την οποία προσλαμβάνεται από τον οργανισμό
- η ισορροπία ή όχι του στοιχείου με άλλα ανόργανα στοιχεία ή οργανικές ουσίες στην τροφή (η περιεκτικότητα της τροφής σε λίπος επηρεάζει για παράδειγμα σημαντικά την απορρόφηση του ασβεστίου)
- η ηλικία του ζώου (στα νεαρά ζώα η απορρόφηση μεταλλικών στοιχείων είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με τα ενήλικα ζώα, αλλά και οι ανάγκες των ζώων αυτών είναι μεγαλύτερες λόγω της αύξησης του σώματος)
- η κατάσταση της υγείας του σώματος (μεταβολικές διαταραχές επηρεάζουν τις ανάγκες του οργανισμού σε μεταλλικά στοιχεία)
Ανεπάρκειες σε ανόργανα στοιχεία μπορεί να προκληθούν στον οργανισμό σε ποικίλο βαθμό, σε όλα τα είδη των ζώων για διαφορετικούς λόγους: ανεπαρκής περιεκτικότητα της τροφής σε ένα στοιχείο, μη ισορροπημένη σχέση με άλλα στοιχεία (που μειώνει την απορρόφησή του από τον εντερικό σωλήνα), ταχεία δίοδός του από τον γαστρεντερικό σωλήνα ή ταχεία απέκκρισή του από άλλη οδό, αυξημένη ανάγκη του οργανισμού σε ένα στοιχείο (ακόμη και λόγω μεταβολικού ανταγωνισμού με άλλο στοιχείο), κλπ.
Αλληλεπίδραση ανόργανων στοιχείων στον οργανισμό των παραγωγικών ζώων. Τα βέλη υποδηλώνουν ανταγωνισμό μεταξύ στοιχείων. Για παράδειγμα, το ασβέστιο ανταγωνίζεται το μαγγάνιο. Το μαγνήσιο και το ασβέστιο είναι αμοιβαίως ανταγωνιστικά (Dyer, 1969).
Ασβέστιο:
Μεγάλες ποσότητες ασβεστίου απαιτούνται στα αναπτυσσόμενα ζώα, κυρίως για την αύξηση του σκελετού. Τα οστά περιέχουν το 99,5% περίπου του ασβεστίου του σώματος.
Το ασβέστιο απορροφάται από το δωδεκαδάκτυλο και την νήστιδα στα περισσότερα είδη των ζώων. Η απορρόφησή του επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, για παράδειγμα ευνοείται από την μικρή περιεκτικότητα της τροφής σε ασβέστιο και φώσφορο, από την παρουσία βιταμίνης D, ορισμένων αμινοξέων, κιτρικού οξέος, λακτόζης, κλπ. Με ετην αύξηση της ηλικίας η απορρόφηση του ασβεστίου μειώνεται.
Το ασβέστιο απεκκρίνεται από τον οργανισμό με τα κόπρανα κυρίως και σε μικρότερο βαθμό με το ούρο. Σε ορισμένες περιπτώσεις η απέκκρισή του με το ούρο μπορεί να είναι αυξημένη. Ορισμένες ποσότητες ασβεστίου μπορεί να απεκκριθούν και με τον ιδρώτα.
Το ασβέστιο δεν συμμετέχει μόνο στην οστεογένεση, αλλά παίζει και ρυθμιστικό ρόλο σε ποικίλες όσες λειτουργίες του οργανισμού, όπως είναι η διαπερατότητα της κυτταρικής μεμβράνης, ο πολλαπλασιασμός των κυττάρων, η δράση ενζύμων, η πήξη του αίματος, η έκκριση ορμονών, η έκκριση του γάλατος, η φυσιολογική λειτουργία των νεύρων και των μυών κλπ.
Δυσμενείς συνέπειες στον οργανισμό έχει όχι μόνο η ανεπαρκής περιεκτικότητα της τροφής σε ασβέστιο ή η μη ισορροπημένη σχέση σχέση του ασβεστίου με άλλα στοιχεία, αλλά και η υπερεπάρκεια ασβεστίου, οπότε πάλι διαταράσσεται, φυσικά, η σχέση του με άλλα στοιχεία.
Διατροφή πλούσια σε ασβέστιο μπορεί να μειώσει την απορρόφηση του φωσφόρου, του χαλκού, του μαγγανίου αλλά και του ίδιου του ασβεστίου. Έτσι σε περίπτωση υπερβολικής χορήγησης ασβεστίου, οι δυσμενείς συνέπειες μπορεί να είναι πολύπλευρες.
Οι επιπτώσεις στον οργανισμό από την ανεπάρκεια ασβεστίου εξαρτώνται από την ηλικία. Σε νεαρά ζώα προκαλείται ραχιτισμός, ενώ σε ενήλικα ζώα προκαλείται οστεομαλάκυνση. Επίσης προκαλούνται πολλαπλές αιμορραγίες, αλλοιώσεις στον γαστρεντερικό σωλήνα, καταρράκτης κλπ.
Φώσφορος:
Το 20% του φωσφόρου του σώματος απαντά στους μαλακούς ιστούς και το 80% στον σκελετό.
Η απορρόφηση του φωσφόρου από το λεπτό έντερο (κυρίως από την τελευταία μοίρα του δωδεκαδακτύλου) είναι ταχεία και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, ευνοείται από την παρουσία καλίου και από την σχετικά μειωμένη συγκέντρωση ασβεστίου, σιδήρου, μαγνησίου, στροντίου και βυρυλλίου. Απορροφάται τόσο ο ανόργανος όσο και ο οργανικός φωσφόρος. Στα περισσότερα όμως είδη των ζώων η απορρόφηση του ανόργανου φωσφόρου είναι ταχύτερη.
Ο φωσφόρος απεκκρίνεται τόσο με τα κόπρανα όσο και με το ούρο (κυρίως).
Εκτός από το δομικό του του ρόλο, ο φωσφόρος συμμετέχει στη σύνθεση διαφόρων ουσιών (φωσφολιπίδια, κ.α), παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό των υδατανθράκων, των λιπιδίων και των πρωτεϊνών (φωσφορυλιώσεις), κλπ.
Γενικά, ανεπάρκεια σε φωσφόρο δεν προκαλείται, όταν η πρόσληψη πρωτεϊνών από το ζώο είναι μέτρια μέχρι υψηλή. Σε περίπτωση ανεπάρκειας φωσφόρου, επιβραδύνεται η αύξηση του σώματος, προκαλούνται ραχιτισμός ή οστεομαλάκυνση, μεταβολικές διαταραχές, κλπ.
Κάλιο:
Τα ιόντα καλίου αντιπροσωπεύουν γενικά το 0,20-0,35% περίπου του σωματικού βάρους. Το κάλιο απαντά κυρίως ενδοκυτταρικά.
Απορροφάται από το λεπτό έντερο (και από το ήνυστρο των μηρυκαστικών). Απεκκρίνεται κυρίως με το ούρο.
Το κάλιο επηρεάζει την οσμωτική πίεση, ενεργοποιεί ορισμένα ένζυμα, επηρεάζει το μεταβολισμό των υδατανθράκων, αυξάνει την νευρομυϊκή διεγερσιμότητα, κλπ.
Σε περίπτωση ανεπάρκειας καλίου προκαλείται επιβράδυνση της αύξησης του σώματος (σε αναπτυσσόμενα ζώα), μυϊκή αδυναμία, καρδιακή αρυθμία, κλπ. Ωστόσο, ανεπάρκεια καλίου, εκτός από ορισμένες παθολογικές καταστάσεις (διάρροια, διούρηση, οξέωση), είναι σπάνια. Σπάνια είναι και η υπερεπάρκεια καλίου στον οργανισμό.
Νάτριο:
Το νάτριο αντιπροσωπεύει το 0,2% περίπου του βάρους του σώματος. Απαντά, κυρίως, στο εξωκυτταρικό υγρό.
Η απορρόφηση του νατρίου, κυρίως από το λεπτό έντερο είναι ταχεία. Μικρή ποσότητα νατρίου απορροφάται και από τον στόμαχο των μονογαστρικών ζώων. Οι μεγάλες ποσότητες καλίου αυξάνουν επιπλέον την απέκκριση του νατρίου από τον οργανισμό. Το νάτριο απεκκρίνεται κυρίως με το ούρο. Σε ορισμένα είδη ζώων σημαντική μπορεί να είναι η απέκκρισή του και με τον ιδρώτα. Η απώλεια νατρίου με τα κόπρανα είναι συνήθως μικρή.
Το νάτριο είναι ο κύριος αλκαλικός ηλεκτρολύτης του πλάσματος του αίματος. Το νάτριο είναι απαραίτητο για την δίοδο της γλυκόζης και των αμινοξέων από το βλενογόνο του εντέρου, όπως και γενικά από τις κυτταρικές μεμβράνες. Το νάτριο ρυθμίζει την οξεοβασική ισορροπία και την οσμωτική πίεση και αυξάνει την νευρομυϊκή διεγερσιμότητα.
Ανεπάρκεια καλίου προκαλέιται κυρίως σε περίπτωση υπερβολικής απώλειάς του από τον οργανισμό (διάρροια, έμετος, διούρηση, εφίδρωση).
Οι ομοιοστατικοί μηχανισμοί του οργανισμού είναι τόσο αποτελεσματικοί, ώστε τα ζώα μπορούν να επιβιώσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα και όταν ακόμη η πρόσληψη νατρίου είναι πολύ περιορισμένη.
Χλώριο:
Τα ιόντα χλωρίου αποτελούν γενικά το 0,15% περίπου του βάρους του σώματος. Το χλώριο απαντά κυρίως στο εξωκυτταρικό υγρό και σε μικρό βαθμό στο ενδοκυτταρικό υγρό (ιδιαίτερα στα ερυθροκύτταρα).
Η απορρόφηση του χλωρίου γίνεται κυρίως από το λεπτό έντερο. Η υπερβολική απώλεια χλωρίου με το υδροχλωρικό οξύ του στομάχου, αν αυτό εξωτερικεύεται με τα κόπρανα, αποφεύγεται με την απορρόφηση μεγάλου μέρους αυτού του χλωρίου από τα απώτερα τμήματα του εντερικού σωλήνα.
Η απέκκριση του χλωρίου γίνεται κυρίως με το ούρο. Ορισμένες ποσότητες χλωρίου απεκκρίνονται και με τα κόπρανα, ενώ με τον ιδρώτα η απέκκριση του χλωρίου μπορεί να είναι σημαντική σε ορισμένα είδη ζώων. Η απέκκριση χλωρίου με το ούρο ή τον ιδρώτα είναι ανάλογη της απέκκρισης του νατρίου.
Το χλώριο παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της οσμωτικής πίεσης, ενώ ενεργοποιεί και ορισμένα ένζυμα που παίζουν ρόλο στο μεταβολισμό.
Ανεπάρκεια χλωρίου στον οργανισμό προκαλείται κυρίως σε περίπτωση υπερβολικής απώλειάς του (μεταβολικές διαταραχές, γαστρεντερικές διαταραχές, κλπ).
Μαγνήσιο:
Το μαγνήσιο περιέχεται σε μικρές ποσότητες στον οργανισμό των ζώων. Το 60% του μαγνησίου απαντά στον σκελετό και το 40% στους μαλακούς ιστούς.
Η απορρόφησή του γίνεται κυρίως από το λεπτό έντερο. Η απέκκριση του μαγνησίου γίνεται κυρίως με το ούρο, αλλά γενικά το μαγνήσιο κατακρατείται στον οργανισμό.
Το μαγνήσιο παίζει καίριο ρόλο σε πολλές βασικές ενζυμικές αντιδράσεις και ενεργοποιεί ποικίλα ένζυμα (κινάσες, ATPάσες, χολινεστεράση, αλκαλική φωσφατάση, αργινάση, κ.α). Με την ενεργοποίηση της χολινεστεράσης (αποδόμηση ακετυλοχολίνης), που προκαλεί το μαγνήσιο, επηρεάζει την λειτουργία του νευρικού συστήματος. Έτσι, ανεπάρκεια μαγνησίου προκαλεί επερδιεγερσιμότητα του κεντρικού νευρικού συστήματος, ενώ αντίθετα η υπερεπάρκειά του προκαλεί καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Σε περίπτωση υπερεπάρκειας μαγνησίου, και η απελευθέρωση ακετυλοχολίνης στο κεντρικό νευρικό σύστημα είναι μειωμένη. Τα ιόντα μαγνησίου ελαττώνουν την νευρομυϊκή διεγερσιμότητα.
Θείο:
Απαντά σε μικρές ποσότητες στον οργανισμό (0,15% περίπου) και κυρίως σε οργανική μορφή (συστατικό της κυστίνης, κυστεΐνης, μεθειονίνης, θειαμίνης και άλλων ουσιών, όπως του γλουταθείου και της ινσουλίνης).
Η απορρόφηση του θείου γίνεται κυρίως από το λεπτό έντερο. Η απέκκρισή του γίνεται με τα κόπρανα και με το ούρο (μικρή απώλεια θείου προκαλείται και με την απώλεια τριχών και κυττάρων της επιδερμίδας).
Το θείο έχει λειτουργική σχέση με το ασβέστιο, το χαλκό, τον ψευδάργυρο, το σελήνιο και το μολυβδαίνιο. Η σχέση αυτή μάλιστα είναι ανταγωνιστική, εκτός από την σχέση του με τον ψευδάργυρο. Όταν η πρόσληψη θειούχων ουσιών είναι αυξημένη, μειώνεται η αποθήκευση χαλκού στο ήπαρ.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες διατροφής, ανεπάρκεια σε θείο δεν παρατηρείται. Οι πρωτεΐνες περιέχουν σημαντικές ποσότητες θείου, ενώ το θείο προσλαμβάνεται και από άλλες πηγές. Ωστόσο, ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε κάποια είδη ζώων (μακρύτριχα, εριοπαραγωγικά) για την αύξηση και την υγεία του τριχώματός τους.
Χαλκός:
Η απορρόφηση του χαλκού γίνεται σε διάφορα τμήματα του εντερικού σωλήνα, ανάλογα με το είδος του ζώου και την διατροφή.
Η απέκκρισή του γίνεται κυρίως με τη χολή στον εντερικό σωλήνα, οπότε μπορεί να ανακυκλωθεί πολλές φορές πριν απεκκριθεί με τα κόπρανα. Μικρές ποσότητες χαλκού απεκκρίνονται και με το ούρο, όπως και από το δέρμα.
Ο χαλκός είναι απαραίτητος για την φυσιολογική αύξηση/ανάπτυξη και λειτουργία του οργανισμού.
Ο χαλκός παίζει ρόλο στη σύνθεση της αιμοσφαιρίνης. Αυξάνει και την απορρόφηση του σιδήρου από το έντερο. Συμμετέχει στη σύνθεση πολλών ενζύμων (οξυγενασών), που επηρεάζουν τη λειτουργία του νευρικού, αιμοποιητικού και γεννητικού συστήματος.
Μεταξύ χαλκού και μολυβδαινίου υπάρχει ανταγωνιστική σχέση. Σε περίπτωση υπερεπάρκειας μολυβδαινίου, μπορεί να προκληθεί χαλκοπενία στον οργανισμό. Ανάλογη σχέση υπάρχει και μεταξύ χαλκού και θείου, ψευδάργυρου, καδμίου, βιταμίνης C, κ.α.
Σε περίπτωση χαλκοπενίας, εκτός των άλλων, είναι αυξημένο το ποσοστό εμβρυϊκών θανάτων, σε ορισμένα είδη ζώων. Η αταξία νεογέννητων ζώων είναι μία άλλη δυσμενής επίδραση χαλκοπενίας σε ορισμένα είδη ζώων. Επίσης προκαλούνται ανωμαλίες στο σκελετό, αναιμία, κλπ.
Σίδηρος:
Το μεγαλύτερο ποσοστό του σιδήρου στον οργανισμό απαντά στην αιμοσφαιρίνη. Σημαντικές ποσότητες σιδήρου απαντούν επίσης στη μυοσφαιρίνη και στην τρανσφερίνη. Ο σίδηρος αποθηκεύται, κυρίως, με τη μορφή της φεριτίνης και της αιμοσιδηρίνης στο ήπαρ.
Ο σίδηρος απορροφάται σε μικρές ποσότητες, κυρίως, από την πρώτη μοίρα του δωδεκαδακτύλου.
Η απέκκριση σιδήρου, υπό φυσιολογικές συνθήκες, είναι περιορισμένη (ούρο, χολή).
Ο σίδηρος είναι απαραίτητος για την μεταφορά του οξυγόνου στον οργανισμό (αιμοσφαιρίνη). Είναι και συστατικό οξειδωτικών ενζύμων. Η ανεπάρκειά του προκαλεί αναιμία (υπόχρωμη).
Σιδηροπενία μπορεί να προκληθεί στον οργανισμό όχι μόνο από ανεπάρκεια σιδήρου στην διατροφή, αλλά και από ανεπαρκή απορρόφησή του (παρασιτούμενα ζώα για παράδειγμα) ή από χρόνιες αιμορραγίες (απώλεια σιδήρου σε σοβαρώς παρασιτούμενα ζώα).
Για την αντιμετώπιση απωλειών ή αυξημένων αναγκών σε σίδηρο (ταχέως αναπτυσσόμενα νεαρά ζώα, κυοφορία) πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην περιεκτικότητα στο σιτηρεσίου σε σίδηρο.
Μαγγάνιο:
Απαντά κυρίως στα μιτοχόνδρια.
Απορροφάται, κυρίως, από το λεπτό έντερο. Η απορρόφησή του είναι μειωμένη, όταν η παρουσία ασβεστίου, φωσφόρου ή σιδήρου είναι αυξημένη. Γενικά, η απορρόφησή του είναι μικρή, αν δεν υπάρχει ανεπάρκεια του στοιχείου αυτού στους ιστούς. Αν δεν υπάρχει ανεπάρκεια, το μαγγάνιο μπορεί να απορροφηθεί, αλλά απεκκρίνεται από το ήπαρ με την χολή στον εντερικό σωλήνα.
Το μαγγάνιο απεκκρίνεται, κυρίως με την χολή. Πολύ μικρές ποσότητες απεκκρίνονται και με το ούρο.
Το μαγγάνιο ενεργοποιεί διάφορα ένζυμα και συμμετέχει στην σύσταση μεταλλοενζύμων. Η ανεπάρκεια σε μαγγάνιο μπορεί να προκαλέσει μορφολογικές ανωμαλίες στα οστά, επιβράδυνση της αύξησης των οστών, ανωμαλίες στην αναπαραγωγή, κλπ.
Κοβάλτιο:
Το κοβάλτιο είναι απαραίτητο για την σύνθεση της βιταμίνης B12. Επίσης, το κοβάλτιο συμβάλλει στην ενεργοποίηση ενζύμων και στην ενσωμάτωση του σιδήρου στην αιμοσφαιρίνη.
Σε περίπτωση περίπτωση κοβαλτιοπαινίας προκαλείται ανορεξία, προοδευτική απώλεια βάρους, αναιμία, κλπ.
Σελήνιο:
Απορροφάται εύκολα από το λεπτό έντερο. Αποθηκεύεται, κυρίως, στο ήπαρ και στους νεφρούς. Απεκκρίνεται, κυρίως, με το ούρο, αλλά και με τα κόπρανα (όπως και με τον εκπνεόμενο αέρα).
Όταν η συγκέντρωση σεληνίου στον οργανισμό είναι αυξημένη, σελήνιο αποβάλλεται σε μικρές ποσότητες και με την απόπτωση τριχών και επιδερμικών κυττάρων.
Το σελήνιο έχει αντιοξειδωτικές ιδιότητες στον οργανισμό.
Το σελήνιο είναι στοιχείο απαραίτητο για την επιτέλεση ζωτικών λειτουργιών στον ζωικό οργανισμό, κυρίως γιατί αποτελεί συστατικό της γλουταθειονικής υπεροξειδάσης. Η ανακάλυψη αυτού του ενζύμου το 1973 βοήθησε πολύ για την κατανόηση των ξεχωριστών βιολογικώνρόλων του σεληνίου και της βιταμίνης Ε, καθώς και του μηχανισμού αλληλεξάρτησής τους.
Πράγματι, διαπιστώθηκε ότι το σελήνιο συντελεί στην εξοικονόμηση βιταμίνης Ε για τον ζωικό οργανισμό μέσω τριών τουλάχιστον τρόπων:
- Διαφυλάσσοντας την ακεραιότητα του παγκρέατος και προστατεύοντας έτσι την κανονική πέψη των λιπιδίων, ώστε να υπάρχουν μέσα στο έντερο μονογλυκερίδια, τα οποία μαζί με χολικά άλατα είναι απαραίτητα για την απορρόφηση βιταμίνης Ε.
- Συμμετέχοντας στην γλουταθειονική υπεροξειδάση που οξειδώνει το γλουταθείο με ταυτόχρονη καταστροφή των υπεροξειδίων (μετατρέποντας τα σε αβλαβής αλκοόλες) προλαμβάνει την επίδραση των τελευταίων στα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα της κυτταρικής μεμβράνης και έτσι μειώνει την ποσότητα βιταμίνης Ε που απαιτείται για την διατήρηση της ακεραιότητας αυτής της μεμβράνης.
- Βοηθώντας με άγνωστο ακόμα τρόπο στην συγκράτηση της βιταμίνης Ε στο πλάσμα του αίματος
Ψευδάργυρος:
Η απορρόφησή του είναι γενικά περιορισμένη. Στα μονογαστρικά ζώα ο ψευδάργυρος απορροφάται, κυρίως, από το δωδεκαδάκτυλο, τη νήστιδα και τον ειλεό και πολύ λίγο από τον στόμαχο. Απεκκρίνεται, κυρίως, με τα κόπρανα. Μικρές μόνο ποσότητες απεκκρίνονται με το ούρο.
Ο ψευδάργυρος είναι συστατικό της καρβονικής ανυδράσης, της γαλακτικής δεϋδρογονάσης, της παγκρεατικής καρβοξυπεπτιδάσης και άλλων σημαντικών ενζύμων. Επίσης, ενεργοποιεί ενεργοποιεί διάφορα ένζυμα (αλκαλική φωσφατάση, αργινάση, λεκιθινάση, κ.α). Ο ψευδάργυρος παίζει ουσιαστικό ρόλο στη δράση περίπου 300 ενζύμων, που επηρεάζουν το μεταβολισμό υδατανθράκων, λιπιδίων, πρωτεϊνών, νουκλεϊνικών οξέων και ορμονών. Ο ψευδάργυρος δρα ως αντιοξειδωτικός παράγοντας.
Ο ψευδάργυρος είναι γενικά απαραίτητος για την αύξηση του σώματος και την λειτουργία του οργανισμού.
Ιώδιο:
Το 75% περίπου του ιωδίου, υπό φυσιολογικές συνθήκες, απαντά στο θυρεοειδή αδένα και συμμετέχει στη σύνθεση των ορμονών του (θυροξίνη, τριιωδιοθυρονίνη).
Η απορρόφηση του ιωδίου είναι δυνατή από όλο το γαστρεντερικό σωλήνα, αλλά και από το δέρμα. Απεκκρίνεται, κυρίως, με το ούρο.
Το γεγονός ότι το ιώδιο συμμετέχει στη σύνθεση των ορμονών του θυρεοειδούς αδένα, που παίζουν σημαντικότατο ρόλο στο μεταβολισμό των θρεπτικών ουσιών, καθιστά προφανή τον ουσιαστικό ρόλο του στον οργανισμό.
Η ανεπάρκεια ιωδίου προκαλεί υποθυρεοειδισμό: επιβράδυνση της αύξησης του σώματος, αυξημένη περιγεννητική θνησιμότητα, κλπ.
Πόσιμο νερό:
Στις ανόργανες ουσίες συγκαταλέγεται και το νερό, το οποίο είναι το κυριότερο συστατικό των ζωικών οργανισμών. Το νερό μέσα στο σώμα ενός ζωικού οργανισμού υπάρχει ως ενδοκυτταρικό και εξωκυτταρικό. Το ενδοκυτταρικό νερό αποτελεί περίπου το 50% του βάρους του σώματος και συνιστά το μέσο διασποράς, στο οποίο βρίσκονται και δρουν οι διάφορες ουσίες του πρωτοπλάσματος. Το εξωκυτταρικό νερό είναι περίπου το 20% του βάρους του σώματος και χρησιμεύει στη σύνθεση του πλάσματος του αίματος και του περικυτταρικού υγρού. Το νερό στον οργανισμό επιτελεί λειτουργίες ζωτικής σημασίας, οι οποίες είναι οι ακόλουθες:
- Συνεργεί στην πρόσληψη της τροφής, τη διαλυτοποίηση και την αποδόμησή της, καθώς και στην απορρόφηση των θρεπτικών ουσιών.
- Συμμετέχει στη φυσιολογική σύσταση του αίματος, των εκκριμάτων, των απεκκριμάτων των αδένων, των διάφορων υγρών του οργανισμού και γενικά των ζωικών ιστών.
- Συντελεί στην ρευστότητα και την ευχερή μετακίνηση της ύλης, η οποία είναι απαραίτητη για την τέλεση ποικίλων βιοχημικών εξεργασιών.
- Προσάγει στους ιστούς τις χρήσιμες γι’ αυτούς θρεπτικές ουσίες, συμμετέχοντας στις αναβολικές εξεργασίες, ενώ παίρνοντας μέρος στις καταβολικές εξεργασίες προσλαμβάνει τα άχρηστα και επιβλαβή προϊόντα του καταβολισμού, τα οποία απομακρύνει μέσω των οργάνων απέκκρισης (νεφροί, δέρμα, πνεύμονες, έντερο και ήπαρ.
- Παίζει σπουδαίο ρόλο στη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος, ιδίως μέσω της εφίδρωσης και της ταχύπνοιας.
Η ανεπαρκής πρόσληψη νερού από τα ζώα συνεπάγεται αρχικά δίψα και στην προσπάθειά τους να αυξήσουν το καταβολικό νερό, οξειδώνουν (καίνε) τα λίπη των αποθηκών τους και οδηγούνται σε απίσχναση (χάνουν βάρος). Αν όμως παραταθεί η ανεπαρκής πρόσληψή του, τότε εκδηλώνονται ανορεξία, δυσπεψία, δυσκοιλιότητα μέχρι κοπρόσταση και γενικά μείωση των αποδόσεών τους. Επίσης, συμπυκνώνεται το αίμα, αφυδατώνονται οι ιστοί και αυξάνεται η θερμοκρασία του σώματός τους. Επιπλέον μειώνεται η ποσότητα ούρου που αποβάλλεται από τον οργανισμό τους και είναι δυνατόν να εμφανιστεί και ουραιμία.
Πρωτεΐνες-Αμινοξέα
Οι πρωτεΐνες διαδραματίζουν σπουδαιότατο ρόλο στη διατήρηση των ζωικών οργανισμών σε καλή υγιεινή και αποδοτική κατάσταση. Τη μεγάλη τους σημασία δείχνουν οι αναφερόμενες πιο κάτω κυριότερες λειτουργίες τις οποίες επιτελούν στον οργανισμό:
- Αποτελούν θεμελιώδες συστατικό των κυττάρων, του αίματος, της λέμφου κ.α.
- Είναι συστατικά των διάφορων ενζύμων και ορισμένων ορμονών (θυροξίνη, ινσουλίνη, κ.α)
- Είναι απαραίτητες για την σύνθεση νεοσχηματιζόμενων ιστών στα αναπτυσσόμενα άτομα και επιδρούν ευνοϊκά στη σωματική αύξηση και διάπλαση. Άτομα που καταναλώνουν επαρκή ποσότητα πρωτεϊνών εμφανίζουν μεγαλύτερο ύψος και βάρος σε σχέση με άλλα άτομα της ίδιας φυλής, τα οποία προσλαμβάνουν ανεπαρκή ποσότητα πρωτεϊνών.
- Προσφέρουν ενέργεια στον οργανισμό. Όταν ένα γραμμάριο πρωτεΐνης οξειδώνεται στο σώμα, αποδίδει περίπου 4,1kcal.
- Συμβάλλουν στην παρεμπόδιση της εξόδου του νερού από τα αγγεία. Πράγματι, σε περίπτωση μείωσης των πρωτεϊνών του αίματος (υποπρωτεϊναιμία) το νερό δεν συγκρατείται μέσα στα αγγεία, αλλά περνά μέσα από τα τοιχώματά τους, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται οιδήματα.
- Διαδραματίζουν, ως γ-σφαιρίνες, σπουδαίο ρόλο στην προάσπιση του οργανισμού εναντίον των διαφόρων λοιμώξεων και στην επούλωση των τραυμάτων.
- Επενεργούν ως παράγοντας αποτοξικώσεως του οργανισμού, π.χ το βενζοϊκό οξύ, όταν ενώνεται με το αμινοξύ γλυκόκκολα, αποβάλλεται από το σώμα ως ιππουρικό οξύ.
- Υπάρχουν στο γενετικό υλικό και συμβάλλουν στην κανονική αναπαραγωγική λειτουργία του οργανισμού.
- Ευνοούν την μακροβιότητα του ατόμου.
Ως συμπέρασμα λοιπόν και σε σχέση με το γεγονός ότι οι πρωτεΐνες καταβολίζονται στο σώμα, επιβάλλεται να αναπληρώνει ο οργανισμός με την προσλαμβανόμενη τροφή τις φθειρόμενες πρωτεΐνες.
Τα αμινοξέα χρησιμεύουν ως θεμέλιοι λίθοι για την βιοσύνθεση των πρωτεϊνών του οργανισμού και επομένων η έλλειψη ενός ή περισσοτέρων από αυτά συνεπάγεται διαταραχή της πρωτεϊνοσύνθεσης, με βασικά κλινικά συμπτώματα την υποβάθμιση του ρυθμού ανάπτυξης στα νεαρά ζώα, και την μείωση των αποδόσεων στα ενήλικα παραγωγικά. Η ανορεξία, η οποία εκδηλώνεται στις περιπτώσεις έλλειψης απαραίτητων αμινοξέων, επιτείνει τα προαναφερθέντα συμπτώματα.
Παράλληλα, αναστέλλεται η ανάπτυξη του σκελετού εξαιτίας διαταραχής της οργανικής μήτρας αυτού (κολλαγόνο, οστεονεκτίνη, οστεοκαλσίνη, οστεποντίνη), ενώ παράλληλα εκδηλώνονται εμφανής αλλοιώσεις του κερατοειδούς φακού των οφθαλμών.
Εάν οι ελλείψεις παραταθούν για αρκετό χρονικό διάστημα, παρατηρείται υποπρωτεϊνεμία και αναιμία, συνοδευόμενη από μείωση της αντιστάσεως του οργανισμού έναντι ασθενειών, λόγω ελαττωμένης παραγωγής αντισωμάτων.
Οι δαπάνες πρωτεϊνών (αζωτούχων ουσιών)από τον οργανισμό, δημιουργούν σ’ αυτόν την ανάγκη για εκ νέου πρόσληψη πρωτεινών. Οι πρωτεΐνες που απαιτούνται, προσάγονται στον οργανισμό με τις καταναλισκόμενες τροφές.
Πράγματι, στις τροφές ζωικής και φυτικής προέλευσης υπάρχουν πρωτεΐνες σε μεγάλη ποικιλία και διάφορη αναλογία. Αυτές, αφού προσληφθούν και υποστούν την πέψη, παρέχουν, όπως είναι γνωστό, αμινοξέα, τα οποία μετά την απορρόφησή τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για:
- Την σύνθεση πρωτεϊνών, ώστε να αναπληρώνονται οι καταβαλλόμενες πρωτεϊνες.
- Την σύνθεση πρωτεϊνών για την δόμηση-παραγωγή ζωοκομικών προϊόντων.
- Για την σύνθεση ενζύμων και ποικίλων εκκριμάτων που σχετίζονται με φυσιολογικές δραστηριότητες του σώματος (π.χ θυροξίνη).
- Την παραγωγή ενέργειας (θερμότητας), η οποία χρησιμεύει για την θερμορύθμιση ή τον σχηματισμό λιπών.
Σε αντίθετη περίπτωση, όταν χορηγούνται υπερβολικές ποσότητες πρωτεϊνών για πολύ χρόνο, είναι δυνατόν να προκληθεί πραγματική δηλητηρίαση του οργανισμού, κατά την οποία τα όργανα αποτοξίκωσής του και των απεκκρίσεών του (ήπαρ, νεφροί) υφίστανται τις πρώτες συνέπειες. Επιπλέον λόγω της υψηλής ειδικής δυναμικής ενέργειας των πρωτεϊνών, επιβαρύνεται ο μηχανισμός των θερμορυθμιστικών εξεργασιών του σώματος (ιδίως κατά το καλοκαίρι).
Επίσης, όταν γίνεται κατάχρηση πρωτεϊνών, η ανάπτυξη του σώματος επιβραδύνεται, η αναπαραγωγική ικανότητα μειώνεται και η θνησιμότητα των νεαρών ζώων αυξάνεται, Ειδικότερα στα μονογαστρικά ζώα προκαλείται οξέωση, επειδή σχηματίζονται αρκετές ποσότητες όξινων προϊόντων και ιδίως θειικού και φωσφορικού οξέος που προέρχονται από την αποδόμηση πρωτεϊνών, οι οποίες περιέχουν φωσφορικές ρίζες και θειούχα αμινοξέα. Η οξέωση όμως αυτή, με την καταστροφή της οξεοβασικής ισορροπίας, διαταράσσει την κανονική ανταλλαγή της ύλης μέσα στα κύτταρα, εξασθενίζει συνεπώς τις λειτουργίες τους και προδιαθέτει τελικά τον οργανισμό σε λοιμώξεις.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι, η έλλειψη αλλά και η υπερχορήγηση πρωτεϊνών λειτουργούν εξίσου επιβαρυντικά για τον οργανισμό των ζώων. Εάν σε ορισμένες περιπτώσεις δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιδράσεις, αυτό δεν αποτελεί ένδειξη ότι η περίσσεια των πρωτεϊνών είναι αβλαβής, αλλά απόδειξη της ικανότητας του οργανισμού να ρυθμίσει με ενδογενής μηχανισμού μία εσφαλμένη διατροφή χωρίς την εκδήλωση διαταραχών.
Υδατάνθρακες-Σάκχαρα
Οι υδατάνθρακες είναι ενώσεις άνθρακα (C), υδρογόνου (Η) και οξυγόνου (Ο).
Επειδή το μόριό τους περιέχει το Η προς το Ο στην ίδια αναλογία, με την οποία αυτά τα στοιχεία περικελείονται στο νερό (2:1), τους δόθηκε κατά την ανακάλυψή τους η εν λόγω ονομασία, αν και υπάρχουν υδατάνθρακες που δεν έχουν το καθιερωμένο χημικό τύπο Cn(H2O)n.
Σημειωτέων ότι, οι υδατάνθρακες στην ελληνική γλώσσα είναι γνωστοί και ως ”Σάκχαρα”, στην αγγλική γλώσσα ως ”Sugars” και στα γαλλικά ως ”Glucides”.
Οι υδατάνθρακες διακρίνονται σε: μονοσακχαρίτες και πολυσακχαρίτες. Πρέπει να τονιστεί ότι σχετικά πρόσφατα, ορισμένοι άπεπτοι ολιγοσακχαρίτες (non digestible oligosaccharides=NDOS) χρησιμοποιούνται με την ονομασία ”Πρεβιοτικά” (Prebiotics) για την αύξηση των αποδόσεων των παραγωγικών ζώων και θεωρείται ότι μπορεί να αποτελέσουν μία εναλλακτική πρόταση για τον περιορισμό ή την κατάργηση της χρήσης αντιμικροβιακών ουσιών (αντιβιοτικά κ.α) ως πρόσθετων υλών των ζωωοτροφών.
Διατροφικός ρόλος των υδατανθράκων:
- Προμηθεύουν μετά την πέψη τους ενέργεια τους ζωικούς οργανισμούς
- Παίζουν σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό των λιπιδίων. Έχει μείνει παροιμιώδης ο κλασσικός αφορισμός του Hirschfeld ότι “τα λίπη καίονται εις την πυράν των υδατανθράκων”.
- Υπεισέρχονται και διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο στην αποτοξίκωση ενός ζωικού οργανισμού.
- Διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην πάχυνση των ζώων και στο σχηματισμό της λακτόζης του γάλακτος των θηλαστικών
Λίπη και Έλαια
Ο πρώτος ρόλος των λιπιδίων μέσα στο ζωικό οργανισμό είναι η παροχή ενέργειας. Σημειώνεται ότι 1g λίπους που οξειδώνεται (καίεται) στους ιστούς ενός ζωικού οργανισμού αποδίδει 9,2kcal ολικής ενέργειας, ενώ χορηγούμενο με την τροφή, και ανάλογα κυρίως με τον συντελεστή πεπτικότητάς του και το είδος του ζωικού οργανισμού, μπορεί να προσφέρει περίπου από 4,14kcal εώς 8,28kcal μεταβολιστέας ενέργειας.
Έχει διαπιστωθεί ότι τα λίπη ή τα έλαια προσφέρουν στο ζωικό οργανισμό, τόσο στα μονογαστρικά όσο και στα μηρυκαστικά περίπου 2,25 φορές περισσότερες kcal ανά δεδομένη μονάδα βάρους από ότι οι υδατάνθρακες ή οι πρωτεΐνες. Γι’ αυτό χρησιμοποιούνται ευρέως στην πράξη με το να προσθέτονται στις τροφές κάθε φορά που υπάρχει ανάγκη για σύνθεση υψιενεργειακών σιτηρεσίων.
Ο ρόλος των λιπιδίων στον σχηματισμό του λίπους των λιποαποθηκών του σώματος καθώς και του γάλατος είναι σημαντικός. Ο υποδόριος λιπώδης ιστός, ο μεσεντέριος και ο περινεφρικός λιπώδης ιστός στα θηλαστικά (στα πτηνά ουσιαστικά μόνο ο υποδόριος λιπώδης ιστός), σχηματίζονται κυρίως με τους υδατάνθρακες, τα λίπη και τα έλαια της τροφής.
Μυϊκό σύστημα
Σε διάφορα είδη ζώων η ταχεία και επαρκής ανάπτυξη των σκελετικών μυών είναι σημαντικής και ευνόητης σημασίας.
Οι σκελετικοί μύες αναπτύσσονται, γενικά, βραδύτερα από τα οστά και ταχύτερα από τον λιπώδη ιστό. Μεταξύ των διαφόρων σκελετικών μυών η ανάπτυξη ποικίλλει σημαντικά. Υπάρχουν μύες που αναπτύσσονται νωρίτερα ή αργότερα από άλλους.
Το μέγεθος ενός μυός εξαρτάται από τον αριθμό των μυϊκών ινών και από την διάμετρό τους. Με εξαίρεση ορισμένα μόνο είδη ζώων (όπως ο ποντικός), μετά τη γέννηση η ανάπτυξη των σκελετικών μυών δεν οφείλεται σε αύξηση του αριθμού των μυϊκών ινών, αλλά σε υπερτροφία κυρίως των υφιστάμενων μυϊκών ινών. Σε προχωρημένα μάλιστα στάδια ηλικίας μπορεί να σημειωθεί και μείωση του αριθμού των μυϊκών ινών.
Η διάμετρος (το πάχος) των μυϊκών ινών ποικίλλει ανάλογα με το είδος του ζώου, τη φυλή, τη μετεμβρυϊκή αύξηση του σωματικού βάρους, το μέγεθος του σώματος, την ηλικία, την μυϊκή δραστηριότητα, την διατροφή, αλλά και ανάλογα με το είδος των μυϊκών ινών (ερυθρές ή λευκές). Έτσι, η διάμετρος των μυϊκών ινών ποικίλλει και μεταξύ των διαφόρων σκελετικών μυών του αυτού ζώου αλλά και μεταξύ των μυϊκών ινών στον ίδιο μυ..
Το μέγεθος ενός μυός καθορίζεται περισσότερο από τον αριθμό των μυϊκών ινών και λιγότερο από την διάμετρό τους. Κατά συνέπεια, το μέγεθος των σκελετικών μυών του ενήλικου οργανισμού είναι, σε μεγάλο βαθμό, προκαθορισμένο από την εμβρυϊκή περίοδο κατά την διαδικασία της μυογένεσης, παρόλο που έχει διαπιστωθεί κάποια αύξησή τους μετά από συστηματική, έντονη μυϊκή δραστηριότητα (σε ζώα και στον άνθρωπο). Η μυογένεση είναι η ανάπτυξη μυϊκού ιστού κατά την εμβρυϊκή περίοδο και εξαρτάται από πολυάριθμους παράγοντες (κληρονομικότητα, αυξητικού παράγοντες, ορμόνες, κ.α)
Η άριστη ανάπτυξη των σκελετικών μυών στα ζώα είναι ευνόητης βιολογικής και οικονομικής σημασίας. Επιπλέον, οι σκελετικοί μυς αποτελούν την κυριότερη πηγή αμινοξέων του οργανισμού, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την διατήρηση της ακεραιότητας άλλων ιστών σε περιπτώσεις παρατεταμένου υποσιτισμού και διαφόρων άλλων παθολογικών καταστάσεων.
Η ανάπτυξη των σκελετικών μυών προϋποθέτει ότι η σύνθεση πρωτεϊνών στα μυϊκά ινίδια είναι μεγαλύτερη από την αποδόμησή τους. Έτσι η αύξηση της μυϊκής μάζας μπορεί να οφείλεται σε αύξηση της σύνθεσης πρωτεϊνών στα μυϊκά ινίδια ή σε μείωση της αποδόμησής τους ή και στα δύο.
Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων ως προς την κατανομή της μυϊκής μάζας στο σώμα, που γίνονται πρόδηλες μετά την ήβη. Στα αρσενικά ζώα παρατηρείται γενικά, μία σημαντική αύξηση της μυϊκής μάζας στον τράχηλο, στην ωμοπλάτη και στο θώρακα, ενώ στα θηλυκά ζώα διαπιστώνεται μία αυξανόμενη αναλογία (με την αύξηση της ηλικίας) μυϊκής μάζας στο κοιλιακό τοίχωμα, γεγονός που παίζει προφανώς ιδιαίτερο ρόλο κατά την κυοφορία. Επίσης, στα περισσότερα είδη των ζώων ή αύξηση της μυϊκής μάζας και της συνολικής ποσότητας των πρωτεϊνών του σώματος είναι ταχύτερη στα αρσενικά ζώα σε σύγκριση με τα θηλυκά ζώα, όπως και σε σύγκριση με τα ορχεκτομημένα ή ωοθηκεκτομημένα ζώα. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με την εναπόθεση λίπους στο σώμα.
Σκελετικό σύστημα
Οι λειτουργίες των οστών είναι πολλαπλές. Τα οστά αποτελούν το στερεό σκελετό του σώματος. Η πρόσφυση των σκελετικών μυών στα οστά εξασφαλίζει την κίνηση του σώματος (τα οστά λειτουργούν ως μοχλοί). Προστατεύουν ζωτικά όργανα, όπως είναι ο εγκέφαλος, η καρδιά, οι πνεύμονες. Παίζουν σημαντικό ρόλο στην ομοιοστασία των ανόργανων αλάτων (ασβεστίου, φωσφόρου, μαγνησίου, καλίου, διττανθρακικών). Ο μυελός των οστών, τέλος, αποτελεί τον κύριο αιμοποιητικό ιστό, ενώ υπάρχουν και αλληλεπιδράσεις μεταξύ μυελού των οστών και λοιπών τμημάτων των οστών (οστίτη ιστού).
Στα θηλαστικά ο σκελετός εξυπηρετεί δύο διαφορετικούς και συχνά ασυμβίβαστους σκοπούς. Μορφολογικά, ο σκελετός πρέπει να είναι στερεός, ελαφρός, ευκίνητος και ικανός να αναπτύσσεται κανονικά, να αντιδρά σε στρεσικούς παράγοντες και να επουλώνεται. Μεταβολικά, ο σκελετός πρέπει να λειτουργεί ως αποθήκη ιόντων ασβεστίου, φωσφόρου, μαγνησίου, νατρίου, κ.α. Πολλές ορμόνες και άλλοι παράγοντες δρουν στα οστά με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρείται μία ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις λειτουργίες.
Χημική σύσταση των οστών: Τα αποτελούνται από ανόργανα και οργανικά συστατικά. Η εκατοστιαία αναλογία του κάθε συστατικού ποικίλλει και εξαρτάται από το είδος του ζώου, το στάδιο της ανάπτυξης και ίσως από την περιοχή του σκελετού. Στα οστά αναπτυσσόμενων ζώων, η περιεκτικότητα σε ανόργανα συστατικά είναι μικρότερη, ενώ των οργανικών συστατικών και του νερού είναι μεγαλύτερη, σε σύγκριση με τα οστά αναπτυγμένων ζώων.
Ασβέστιο και φωσφόρος: Το 99% του ασβεστίου και το 80% του φωσφόρου του οργανισμού απαντούν, κυρίως, στα οστά (ένα πολύ μικρό ποσοστό από αυτά τα συστατικά απαντά στους οδόντες των θηλαστικών). Η σχέση Ca/P (Ασβεστίου/Φωσφόρου) στην τέφρα των οστών είναι περίπου 2:1. Στον οστίτη ιστό ιστό, απαντούν οι εξής ενώσεις ασβεστίου και φωσφόρου (με την μορφή υπερμικροσκοπικών κρυστάλλων υδροξυαπατίτη και ως άμορφο φωσφορικό ασβέστιο):
- ανθρακικό ασβέστιο
- φθοριούχο ασβέστιο
- χλωριούχο ασβέστιο
- φωσφορικό ασβέστιο
Μαγνήσιο: Το 60-70% του μαγνησίου του οργανισμού, απαντά στα οστά.
Ψευδάργυρος: Η συγκέντρωση ψευδαργύρου στα οστά είναι εξαιρετικά μεγάλη σε σύγκριση με άλλους ιστούς.
Φθόριο: Η συγκέντρωση φθορίου στο σκελετό ανέρχεται, γενικά και υπό φυσιολογικές συνθήκες, σε 0,02-0,05%. Σε ορισμένα είδη ζώων διαπιστώθηκε βαθμιαία αύξηση της περιεκτικότητας των οστών σε φθόριο με την αύξηση της ηλικίας.
Λιπίδια: Μικρές μόνο ποσότητες λιπιδίων απαντούν στα οστά (κυρίως στο μυελό των οστών), που και αυτές ποικίλουν ανάλογα με τη διατροφή.
Κολλαγόνο: Η κύρια πρωτεΐνη των οστών είναι το κολλαγόνο.
Οστεονεκτίνη: Πρωτεΐνη της μεσοκυττάριας ουσίας, που παράγεται από τις οστεοβλάστες. Συνδέεται με το κολλαγόνο και το σύμπλοκο οστεονεκτίνη-κολλαγόνο συνδέεται με τους κρυστάλλους του υδροξυαπατίτη. Κατά συνέπεια. η οστεονεκτίνη παίζει σημαντικό ρόλο στην εναπόθεση ανόργανων αλάτων στα οστά (στην μεσοκυττάρια ουσία).
Οστεοκαλσίνη: Πρωτεΐνη που παράγεται από τις οστεοβλάστες. Η σύνθεσή της εξαρτάται από την βιταμίνη Κ, αλλά και από τις βιταμίνες C και D.
Οστεοποντίνη: Γλυκοπρωτεΐνη της μεσοκυττάριας ουσίας.
Κιτρικό οξύ: Η περιεκτικότητα των οστών σε κιτρικό οξύ ποικίλλει σημαντικά στα διάφορα είδη των ζώων. Σε μερικά είδη ζώων το 90% του κιτρικού οξέως του σώματος απαντά στο σκελετό.
Φωσφατάσες-Αλκαλική φωσφατάση-Όξινη φωσφατάση: Η αλκαλική φωσφατάση συμμετέχει στην εναπόθεση αλάτων ασβεστίου στα οστά και στο σχηματισμό οργανικών συστατικών της μεσοκυττάριας ουσίας, ενώ η όξινη φωσφατάση συμμετέχει στην οστεόλυση (απελεύθερωση οργανικών και ανόργανων συστατικών των οστών). Σε περίπτωση μειωμένης δραστηριόυητας της αλκαλικής φωσφατάσης στο συζευτικό χόνδρο, επηρεάζεται αρνητικά η αύξηση των οστών.
Τα οστά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του οργανισμού υφίστανται συνεχώς αποδόμηση (οστεόλυση) και επαναδόμηση (σχηματισμός οστίτη ιστού). Και οι δύο αυτές διεργασίες ρυθμίζονται από ορμόνες και τοπικούς παράγοντες.
Λιπώδης ιστός
Ο λιπώδης ιστός αποτελεί την κύρια αποθήκη ενέργειας στον οργανισμό. Τα κύτταρα του λιπώδους ιστού έχουν την ικανότητα να αποταμιεύουν λίπος. Σε περίπτωση ενεργειακής υπερεπάρκειας αποθηκεύονται τριγλυκερίδια στο λιπώδη ιστό, που χρησιμοποιούνται σε περίπτωση ενεργειακής ανεπάρκειας. Ο λιπώδης ιστός συμβάλλει στην ενεργειακή ομοιοστασία και προμηθεύει επιπλέον τα λιπίδια τα απαραίτητα για δομικούς ιστούς.
Το αποθηκευμένο λίπος δεν βρίσκεται μεταβολικώς σε μία στατική κατάσταση, αλλά αντίθετα σε μία δυναμική: λίπος κινητοποιείται και αντικαθίσταται, υπό την επίδραση ποικίλων παραγόντων (νευρικών, ορμονικών, διατροφικών).
Στο αναπτυσσόμενο ζώο η αύξηση του βάρους του οφείλεται, κυρίως, στο σχηματισμό πρωτεϊνών και δομικών λιπιδίων, μέχρις ότου η πρόσληψη θερμίδων θα αρχίσει να υπερβαίνει τις ανάγκες ανάπτυξης, οπότε οι θερμίδες που περισσεύουν εναποτίθενται ως λίπος. Γενικά, όταν η πρόσληψη ενέργειας (θερμίδων) υπερέχει της κατανάλωσής της, η περίσσεια ενέργεια εναποτίθεται ως λίπος στον οργανισμό. Με την αύξηση της ηλικίας η μεταβολική δραστηριότητα του λιπώδους ιστού μειώνεται, η ελευθέρωση λιπαρών οξέων επιβραδύνεται και το αποθηκευμένο λίπος αυξάνεται. Τα θηλυκά ζώα έχουν τάση για μεγαλύτερη εναπόθεση λίπους, ιδιαίτερα υποδόριου λίπους, σε σύγκριση με τα αρσενικά ζώα.
Η κατανομή του λιπώδους ιστού στο σώμα είναι ευρύτατη, ποικίλλει σημαντικά και έχει φυσιολογική σημασία. Λίπος τείνει να συσσωρεύεται σε ορισμένες περιοχές του σώματος. Στα ενήλικα παραγωγικά ζώα το λίπος συσσωρεύεται υποδορίως (υποδόριο λίπος), μεταξύ των μυών (κυρίως κατά μήκος μεγάλων αιμοφόρων αγγείων και νεύρων), στην περινεφρική χώρα (περινεφρικό λίπος), στο επίπλουν, στο μεσεντέριο, μεταξύ των μυϊκών ινών (ενδομυϊκο λίπος), στο περικάρδιο, στην πυελική κοιλότητα. Μόνο σπάνια, όμως, συσσωρεύται λίπος στην κρανικαή κοιλότητα, στο όσχεο και στα βλέφαρα.